χαλκοάρης
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
German (Pape)
[Seite 1330] ες, od. χαλκοάρας, ὁ, poet. = χαλκήρης, Pind. I. 3, 81. 4, 45.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκοάρης: [ᾰ], ες, γεν. εος, ποιητ. ἐκτεταμένος τύπος ἀντὶ χαλκήρης, ὡπλισμένος διὰ χαλκῶν ὅπλων, Πινδ. Ι. 4 (3). 107., 5 (4). 51.
Greek Monolingual
και χαλκοάρας, -ες, Α
(ποιητ. τ.) βλ. χαλκήρης.
Greek Monotonic
χαλκοάρης: [ᾰ], -ες, γεν. -εος, ποιητ. μορφή του χαλκ-ήρης, οπλισμένος με όπλα από χαλκό, σε Πίνδ.