τριχιά

From LSJ
Revision as of 16:35, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. σχοινί από συνεστραμμένες τρίχες αλόγων ή κατσικιών
2. (γενικά) χονδρό σχοινί
3. τρίχινο νήμα τών υποδηματοποιών
4. το τρίχινο κόσκινο τών μεταλλουργών
5. η καθετή τών ψαράδων
6. κρησάρα, σήτα
7. φρ. «κάνω την τρίχα τριχιά» — υπερβάλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίχα (ΙΙ) + κατάλ. -ιά (πρβλ. πρασσιά)].