ταυρηλάτης

From LSJ
Revision as of 08:40, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυρηλάτης Medium diacritics: ταυρηλάτης Low diacritics: ταυρηλάτης Capitals: ΤΑΥΡΗΛΑΤΗΣ
Transliteration A: taurēlátēs Transliteration B: taurēlatēs Transliteration C: tavrilatis Beta Code: taurhla/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ,    A = ταυρελάτης 1, PFlor.321.19 (ii A.D.), etc.

Greek Monolingual

και ταυρελάτης, ὁ, Α
1. αυτός που οδηγεί βόδια, βουκόλος
2. (ιδίως στη Θεσσαλία) ιππέας που μετείχε κατά τρόπο ενεργό στα ταυροκαθάψια, έφιππος ταυρομάχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. στρατ-ηλάτης, με έκταση λόγω συνθέσεως].