ταυρηλάτης
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, A = ταυρελάτης 1, PFlor.321.19 (ii A.D.), etc.
Greek Monolingual
και ταυρελάτης, ὁ, Α
1. αυτός που οδηγεί βόδια, βουκόλος
2. (ιδίως στη Θεσσαλία) ιππέας που μετείχε κατά τρόπο ενεργό στα ταυροκαθάψια, έφιππος ταυρομάχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. στρατ-ηλάτης, με έκταση λόγω συνθέσεως].