τεχνοειδής

From LSJ
Revision as of 07:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεχνοειδής Medium diacritics: τεχνοειδής Low diacritics: τεχνοειδής Capitals: ΤΕΧΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: technoeidḗs Transliteration B: technoeidēs Transliteration C: technoeidis Beta Code: texnoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A artistic, D.L.7.156.

German (Pape)

[Seite 1104] ές, kunstartig, D. L. 6, 156.

Greek (Liddell-Scott)

τεχνοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς τέχνην, τεχνικός, πνεῦμα πυροειδὲς καὶ τεχνοειδὲς Διογ. Λ. 7. 156.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
το ουδ. ως ουσ. τὸ τεχνοειδές
η τεχνική ικανότητα
αρχ.
τεχνικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + -ειδής].

Russian (Dvoretsky)

τεχνοειδής: подобный мастеру, т. е. созидающий, творческий (πνεῦμα Diog. L.).