ὑπέρωρος

From LSJ
Revision as of 16:07, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρωρος Medium diacritics: ὑπέρωρος Low diacritics: υπέρωρος Capitals: ΥΠΕΡΩΡΟΣ
Transliteration A: hypérōros Transliteration B: hyperōros Transliteration C: yperoros Beta Code: u(pe/rwros

English (LSJ)

ον,

   A over-ripe, Dsc.1.64, Poll.6.54; κάλλος Them.Or.13.165c.

German (Pape)

[Seite 1205] überzeitig, überreif, Diosc., u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρωρος: -ον, ὁ ὑπερβὰς τὴν ὥραν, ἔξωρος, κοιν. «περασμένος» πλέον ἢ ὥριμος, «παραγενωμένος», περὶ σμύρνης, ἡ δέ τις καυκαλὶς λεγομένη, ὑπέρωρος, μέλαινα, κάτοπτος Διοσκ. 1. 77· «καὶ πᾶν δὲ τὸ ὑπερεξηνθηκός, ὅπερ ἐκκεκαυληκὸς καλοῦσιν ὄρμενον ὠνόμαζον, καὶ τὸ ὑπέρωρον γενέσθαι ἐξορμενίσαι» Πολυδ. ϛʹ, 54.

Greek Monolingual

-ον, Α
υπερώριμος, παραγινωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -ωρος (< ὥρα), πρβλ. ἔξ-ωρος, πρό-ωρος].