σχολιαστής
From LSJ
τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A scholiast, commentator, Eust.194.31.
German (Pape)
[Seite 1058] ὁ, der Scholien schreibt, Scholiast, Ausleger, Erklärer, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σχολιαστής: -οῦ, ὁ, (σχόλιον) ὁ σχολιάζων, γράφων σχόλια, τινὲς τῶν παλαιῶν σχολιαστῶν Ἡσιόδου Εὐστ. σ. 194.
Greek Monolingual
ο, ΝΜ, θηλ. σχολιάστρια Ν σχολιάζω
πρόσωπο που συντάσσει σχόλια, ερμηνευτικές σημειώσεις, σε διάφορα κείμενα και κυρίως σε κείμενα αρχαίων συγγραφέων («οι περισσότεροι σχολιαστές άκμασαν κατά τους ρωμαϊκούς και βυζαντινούς χρόνους»)
νεοελλ.
δημοσιογράφος που σχολιάζει την καθημερινή επικαιρότητα.