τετρόφθαλμος
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
German (Pape)
[Seite 1100] vieräugig, Tzetz.
Greek Monolingual
-ον. Μ
αυτός που έχει τέσσερεις οφθαλμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ὀφθαλμός (πρβλ. τριόφθαλμος)].