φρονιμίτης

From LSJ
Revision as of 15:15, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125

Greek Monolingual

ο, Ν
ανατ. το δόντι τραπεζίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρόνιμος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. τραπεζίτης). Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. φρονιμῖται, μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις].