χιμέτλη

From LSJ
Revision as of 10:21, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῐμέτλη Medium diacritics: χιμέτλη Low diacritics: χιμέτλη Capitals: ΧΙΜΕΤΛΗ
Transliteration A: chimétlē Transliteration B: chimetlē Transliteration C: chimetli Beta Code: xime/tlh

English (LSJ)

ἡ,    A = χίμετλον, Dsc.1.128, 2.42.

Greek (Liddell-Scott)

χιμέτλη: ἡ, = χίμετλον, Διοσκ. 1. 149, 183., 2. 44.

Greek Monolingual

και χιμέθλη και χειμέτλη και χειμέθλη, ἡ, Α
χίμετλο, χιονίστρα («εἱλκωμένας χιμέτλας καὶ πυρίκαυτα ἐπαλειφόμενον ὠφελεῖν», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. της λ. χίμετλον, με αλλαγή γένους κατά τα θηλ.].