τοσσοῦτος
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
English (LSJ)
αύτη, οῦτον, Ep. for τοσοῦτος.
German (Pape)
[Seite 1131] episch = τόσος, τοσόσδε, τοσοῦτος, Hom.
Greek (Liddell-Scott)
τοσσοῦτος: αύτη, οῦτον, Ἐπικ. ἀντὶ τοσοῦτος.
French (Bailly abrégé)
τοσσαύτη, τοσσοῦτο;
épq. c. τοσοῦτος.
Greek Monolingual
τοσσαύτη, τοσσοῡτον, Α
βλ. τοσοῡτος.
Greek Monotonic
τοσσοῦτος: -αύτη, -οῦτον, Επικ. αντί τοσοῦτος.