τρυπανισμός

From LSJ
Revision as of 23:25, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Κυάμων απέχου, εμψύχων απέχου → Avoid broad-beans, avoid animals (Pythagorean injunctions)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῡπανισμός Medium diacritics: τρυπανισμός Low diacritics: τρυπανισμός Capitals: ΤΡΥΠΑΝΙΣΜΟΣ
Transliteration A: trypanismós Transliteration B: trypanismos Transliteration C: trypanismos Beta Code: trupanismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A boring, piercing, Aq.Is.54.12.

Greek (Liddell-Scott)

τρῡπᾰνισμός: ὁ, διάτρησις, λίθους τρυπανισμοῦ Ἀκύλ. ἐν Ἡσ. ΝΔ΄, 12. (Παλ. Διαθ.), ἔνθα ἄλλως: γλυφῆς.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ τρυπανίζω
διάνοιξη οπής ή τρήματος με τρυπάνι, τρυπάνιση
νεοελλ.
ιατρ. εγχείρηση που συνίσταται στη διάνοιξη στομίου σε οστό το οποίο περιβάλλει οστική κοιλότητα, ανάτρηση.