ὑγροφυής

From LSJ
Revision as of 10:05, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑγροφῠής Medium diacritics: ὑγροφυής Low diacritics: υγροφυής Capitals: ΥΓΡΟΦΥΗΣ
Transliteration A: hygrophyḗs Transliteration B: hygrophyēs Transliteration C: ygrofyis Beta Code: u(grofuh/s

English (LSJ)

ές,

   A soft, supple, παρθένος Sch.Theoc.1.47. Adv. -ῶς, λυγίζεσθαι Aristaenet. 1.1.

German (Pape)

[Seite 1172] ές, von nasser, feuchter Natur, Schol. Theocr. 1, 47; übh. = ὑγρός; adv. ὑγροφυῶς, Aristaen. 1, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ὑγροφυής: -ές, (φυὴ) ὁ ὑγρὸς τὴν φυήν, εὔκαμπτος, «παρθένος ὑγροφυὴς καὶ τρυφερὰ» Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 1. 47. - Ἐπίρρ. -ῶς, Ἀρισταίν. 1. 1.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός ο οποίος από την φύση του είναι μαλακός, εύκαμπτοςπαρθένος ὑγροφυής καὶ τρυφερά», Σχόλ. Θεοκρ.).
επίρρ...
ὑγροφυῶς Α
με μαλακή, εύκαμπτη σύσταση («τὰ ὀστᾱ ὑγροφυῶς λογίζεσθαι», Αρισταίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -φυής (< φύω, φύομαι, μέσω ενός ουδ. φύος), πρβλ. σκληρο-φυής].