φιλοδωρία

From LSJ
Revision as of 19:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοδωρία Medium diacritics: φιλοδωρία Low diacritics: φιλοδωρία Capitals: ΦΙΛΟΔΩΡΙΑ
Transliteration A: philodōría Transliteration B: philodōria Transliteration C: filodoria Beta Code: filodwri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A fondness for giving, bounteousness, IG7.101 (Megara), Luc.Vit.Auct.18, AelVH9.1, CIG2870 (Branchidae).

German (Pape)

[Seite 1279] ἡ, Schenkliebe, Freigebigkeit, Luc. vit. auct. 8.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοδωρία: ἡ, τὸ φιλοδωρεῖν, γενναιοδωρία, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 18, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 9. 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 2870.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
habitudes de générosité, de munificence.
Étymologie: φιλόδωρος.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ φιλόδωρος
η ιδιότητα του φιλόδωρου, γενναιοδωρία.

Greek Monotonic

φῐλοδωρία: ἡ, αρέσκεια στην παραχώρηση, γενναιοδωρία, σε Λουκ.