φρυγεύς
From LSJ
Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone
English (LSJ)
έως, ὁ, = foreg.1, Theopomp.Com. 53. II one who roasts, Poll.7.181.
German (Pape)
[Seite 1311] ὁ, der Röster, Gefäß zum Rösten, Poll. 1, 246.
Greek (Liddell-Scott)
φρῡγεύς: έως, ὁ (φρύγω) ἀγγεῖον ἐν ᾧ ἐφρύγετο ἡ κριθὴ ἢ ἄλλο τι, ὡς τὸ φρύγετρον, Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Σειρῆσι» 4. ΙΙ. ὁ ἐκτελῶν τὴν ἐργασίαν ταύτην ἀνήρ, Πολυδ. Ζ΄, 181, παρ’ αὐτῷ ὑπάρχει καὶ ῥῆμα φρυγεύω = φρύγω.
Greek Monolingual
-έως, ὁ, Α
1. σκεύος για το καβούρντισμα του κριθαριού
2. αυτός που φρύγει, που καβουρντίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρύγω + κατάλ. -εύς].