χάννος

From LSJ
Revision as of 10:38, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χάννος Medium diacritics: χάννος Low diacritics: χάννος Capitals: ΧΑΝΝΟΣ
Transliteration A: chánnos Transliteration B: channos Transliteration C: channos Beta Code: xa/nnos

English (LSJ)

ὁ, = χάννα.

German (Pape)

[Seite 1335] ὁ, s. χάνη.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και χάνος Ν
ζωολ. κοινή σήμερα ονομασία του θαλάσσιου περκόμορφου ψαριού Serranus cabrilla της οικογένειας serranidae, που μοιάζει στη μορφή και στις συνήθειες με τις πολύ συγγενικές του πέρκες, αλλά συγγενεύει και με τα μεγαλόσωμα είδη της οικογένειας, δηλαδή τον ροφό, τη σφυρίδα, τη στήρα και το λαβράκι
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) χαζός, χάχας
αρχ.
η χάννη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του αρχ. χάννη, κατά τα αρσ.].