χορτόβωλος
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
English (LSJ)
=
A caespes, ib.
German (Pape)
[Seite 1367] ἡ, ein ausgestochenes Stück Rasen, eine Rasenscholle, Sp.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
βώλος γης με Χόρτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + βῶλος (πρβλ. χρυσό-βωλος)].