Αρκτούρος

From LSJ
Revision as of 12:20, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source

Greek Monolingual

ο (Α Ἀρκτοῦρος)
αστέρι που βρίσκεται κοντά στη Μεγάλη Άρκτο
αρχ.
ο χρόνος εμφάνισης αυτού του αστέρα, δηλ. τα μέσα Σεπτεμβρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρκτος + -ορος < όρος «επόπτης, επιτηρητής» (πρβλ. όρομαι «επιτηρώ, επιβλέπω, άλλος τ. αρχαϊκού ενεστώτα του ρ. ορώ (-άω). Ο όρος πέρασε και στην ξένη επιστημονική ορολογία (πρβλ. νεολατ. Arcturus)].