αλυκή

From LSJ
Revision as of 23:17, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source

Greek Monolingual

η
ειδική αβαθής δεξαμενή, μέσα στην οποία πραγματοποιείται η ηλιακή εξάτμιση του θαλασσινού νερού για την παραγωγή αλατιού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρχ. επίθ. ἁλυκός. Η σημερινή σημασία της λ. είναι νεώτερη και πιθ. προέρχεται από τη φρ. αλυκή λίμνη (πρβλ. λιμνοθάλασσα, η).
ΠΑΡ. αρχ. ἁλυκώδης.