ἀκάκητα
English (LSJ)
[ᾰκᾰκ], Ep. form,
A = ἄκακος, guileless, gracious, epith. of Hermes, Il.16.185, Od.24.10, Hes.Fr.23; of Prometheus, Id.Th. 614; of the poet's father, Orph.L.151. (Acc. ἀκακήτην in later poetry, IPE12.436 (Chersonesus, ii A. D.); ἀκάκητος Suid.)
Greek (Liddell-Scott)
ἀκάκητᾰ: [ᾰκᾰκ-], Ἐπ. τύπος = ἄκακος, ἄδολος, χαρίεις, ἐπίθ. τοῦ Ἑρμοῦ, Ἰλ. Π. 185, Ὀδ. Ω. 10 (πρβλ. ἐριούνιος)· ἐπὶ τοῦ Προμηθέως, Ἡσ. Θ. 614.
French (Bailly abrégé)
nom. épq.
bienfaisant.
Étymologie: ἄκακος.
English (Autenrieth)
deliverer; epith. of Hermes, Il. 16.185 and Od. 24.10.
Spanish (DGE)
(ἀκάκητᾰ)
• Prosodia: [-κᾰ-]
• Morfología: [nom. tard. ἀκακήτης Anecd.Ludw.175.8, ac. ἀκακήτην IPE 12.436 (Quersoneso Táurico II d.C.)]
benéfico, sin malicia, amable, benigno Ἑρμείας Il.16.185, Od.24.10, Hes.Fr.137.1, Προμηθεύς Hes.Th.614, cf. Orph.L.151.
• Etimología: Constr. analóg. sobre μετίετα.
Greek Monolingual
ἀκάκητα, ο (Α)
επικός τύπος του ἄκακος, ως επίθ. του Ερμή και του Προμηθέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τύπος επιθέτου από τον τ. ἀκάκης. Πρβλ. Ἀκακήσιος].
Greek Monotonic
ἀκάκητᾰ: [ᾰκᾰκ], Επικ. τύπος του ἄκακος, άδολος, χαριτωμένος, επίθ. του Ερμή, σε Όμηρ., Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκάκητᾰ: (κᾰ) ὁ податель помощи, благодетель (эпитет Гермеса Hom. и Прометея Hes.).