ἀμός

From LSJ
Revision as of 13:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Θεοῦ πέφυκε δῶρον εὐγνώμων τρόπος → Donum divinum est bona mens et mores probi → Ein göttliches Geschenk ist einsichtsvolle Art

Menander, Monostichoi, 241

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
mot dor.
quelque.
Étymologie: DELG cf. ἅμα, un, skr. sama-.

Greek Monotonic

ἀμός: ή ἁμός[ᾱ], -ή-όν=ἡμέτερος, Αιολ. ἄμμος,
I. μας, δικός μας, σε Όμηρ. κ.λπ.
II. Αττ. = ἐμός, όταν απαιτείται μακρά παραλήγουσα.

Russian (Dvoretsky)

ἀμός: или ἁμός 3 (ᾰ) дор. = τις (только в οὐδ-αμοί, ἁμῆ и т. п.).