βρώσιμος
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
ον,
A eatable, A.Pr.479, diph.13, LXX Le.19.23, Ev.Luc. 24.41; ἃ καὶ κυσὶν πεινῶσιν οὐχὶ βρώσιμα Trag.Adesp.118.4.
German (Pape)
[Seite 467] eßbar, Aesch. Prom. 479; ἃ καὶ κυσὶν πεινῶσιν οὐχὶ βρώσιμα com. bei Clem. Al. Strom. 7 p. 305; Sp., wie LXX.
Greek (Liddell-Scott)
βρώσιμος: -ον, φαγώσιμος, Αἰσχύλ. Πρ. 479, Δίφιλ. Ἀναζωσ. 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on peut manger, mangeable.
Étymologie: βιβρώσκω.
Spanish (DGE)
-ον
que se toma como alimento sólido, masticable, comestible οὐκ ἦν ἀλέξημ' οὐδέν, οὔτε βρώσιμον, οὐ χριστόν, οὐδὲ πιστόν no había ningún remedio ni para tomar, ungir o beber A.Pr.479, cf. Diph.13, σπέρμα Mnesith.Ath.26.7, κρέα SIG 624.38 (Megalópolis II a.C.), λάχανα PSI 306.7 (II/III d.C.), ταρίχια BGU 2172.14 (V d.C.), τι β. Eu.Luc.24.41
•c. dat. ἃ ... κυσὶν ... οὐχὶ βρώσιμα cosas que ni los perros quieren comer, Com.Adesp.1205K.
•β. ξύλον árbol de comer, frutal LXX Le.19.23, 2Es.19.25, Ez.47.12, cf. Stud.Pal.22.75.58 (III d.C.)
•subst. κατὰ πότιμον καὶ βρώσιμον al beber y comer, PMag.10.1.
English (Abbott-Smith)
βρώσιμος, -ον (< βρῶσις), [in LXX: Le 19:23, Ne 9:25, Ez 47:12 (מַאֲכָל)*;]
eatable: Lk 24:41.†
English (Strong)
English (Thayer)
βρώσιμον (βρῶσις), eatable: Aeschylus Prom. 479; (Antiatt. in Bekker, Anecd., p. 84,25).)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM βρώσιμος, -ον) βρώσις
ο κατάλληλος να φαγωθεί, φαγώσιμος.
Greek Monotonic
βρώσιμος: -ον (βι-βρώσκω), φαγώσιμος, εδώδιμος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
βρώσῐμος: съедобный Aesch., Arst.