ἀπότιλμα

From LSJ
Revision as of 17:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπότιλμα Medium diacritics: ἀπότιλμα Low diacritics: απότιλμα Capitals: ΑΠΟΤΙΛΜΑ
Transliteration A: apótilma Transliteration B: apotilma Transliteration C: apotilma Beta Code: a)po/tilma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A piece plucked off, γραιᾶν ἀποτίλματα πηρᾶν pluckings, Theoc.15.19.

German (Pape)

[Seite 331] τό, das Abgerupfte, Theocr. 15, 19.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπότιλμα: τό, μέρος ἀποσπασθέν, γραῖαν ἀποτίλματα πηρᾶν, ἀποσπάσματα, μαδήματα, Θεοκρ. 15. 19.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
plume ou poil arraché.
Étymologie: ἀποτίλλω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
pelo o hilacha arrancados γραιᾶν ἀποτίλματα πηρᾶν pelusa, borra de alforjas viejas Theoc.15.19.

Greek Monolingual

ἀπότιλμα, το (Α) αποτίλλω
αυτό που προέρχεται από το μάδημα, μαδημένο μαλλί
(«γραιᾱν ἀποτίλματα πηρᾱν», Θεόκρ.
ξέφτια από παλιοσακούλες).

Greek Monotonic

ἀπότιλμα: -ατος, τό, το μέρος που έχει αποσπαστεί, που έχει μαδηθεί, σε Θεόφρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπότιλμα: ατος τό выщипанные волосы, т. е. клок (γραιᾶν ἀποτίλματα πηρᾶν Theocr.).