Greek (Liddell-Scott)
ἐείλεον: ἴδε τὸ ῥῆμα εἴλω.
French (Bailly abrégé)
impf. poét. de εἰλέω.
English (Autenrieth)
see εἴλω.
Spanish (DGE)
v. εἰλέω.
Greek Monotonic
ἐείλεον: Επικ. αντί εἵλεον, παρατ. του εἴλω.
Russian (Dvoretsky)
ἐείλεον: и εἴλεον эп. impf. к εἰλέω или εἱλέω.