λιγυπνείων

From LSJ
Revision as of 23:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth

Source

German (Pape)

[Seite 43] οντος, laut wehend, sausend, ἀῆται, Od. 4, 567.

Greek (Liddell-Scott)

λῐγυπνείων: -οντος, (πνέω) λιγέως πνέων, συρίζων, λιγυπνείοντες ἀῆται Ὀδ. Δ. 567.

French (Bailly abrégé)

οντος (ὁ) :
au souffle harmonieux ou strident.
Étymologie: λιγύς, πνέω.

English (Autenrieth)

οντος: loudly blowing, whistling, Od. 4.567†.

Greek Monotonic

λῐγυπνείων: -οντος (πνέω), αυτός που φυσάει βγάζοντας διαπεραστικό ήχο, αυτός που σφυρίζει, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

λῐγυπνείων: οντος, v. l. λιγὺ πνείων adj. проносящийся со свистом, гудящий (ἀῆται Hom.).