οὐλόκερως

From LSJ
Revision as of 04:50, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source

German (Pape)

[Seite 412] mit krausen, gewundenen Hörnern, Strab.

Greek (Liddell-Scott)

οὐλόκερως: -ων, γεν. -ω (οὖλος Β) ὁ ἔχων στρεπτὰ ἢ καμπύλα κέρατα, Στράβ. 96.

French (Bailly abrégé)

ως, ων ; gén. ω;
dont les cornes sont recourbées ou tronquées.
Étymologie: οὖλος², κέρας.

Greek Monotonic

οὐλόκερως: -ων (οὖλος Β), αυτός που έχει στριφτά ή κυρτά κέρατα, σε Στράβ.

Middle Liddell

οὐλό-κερως, ων, [οὖλος2]
with twisted horns, Strab.