πολυαῦλαξ

From LSJ
Revision as of 08:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠαῦλαξ Medium diacritics: πολυαῦλαξ Low diacritics: πολυαύλαξ Capitals: ΠΟΛΥΑΥΛΑΞ
Transliteration A: polyaûlax Transliteration B: polyaulax Transliteration C: polyaylaks Beta Code: poluau=lac

English (LSJ)

ᾰκος, ὁ, ἡ, τό,

   A with many furrows, πεδίον π. AP6.238 (Apollonid.).

German (Pape)

[Seite 660] ακος, von vielen Furchen, πεδίον, Apollnds. 5 (VI, 238).

Greek (Liddell-Scott)

πολυαῦλαξ: -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλὰς αὔλακας, πεδίου, πολυαύλακος, ἀντίθετ. τῷ ὀλιγαῦλαξ, Ἀνθ. Π. 6. 238· Αἴγυπτος Χρησ. Σιβ. 4. 72.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ, ἡ)
aux nombreux sillons, vaste.
Étymologie: πολύς, αὖλαξ.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
1. αυτός που έχει πολλά αυλάκια
2. συνεκδ. αυτός που ποτίζεται με πολλά αυλάκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + αὖλαξ, -ακος (πρβλ. ολιγ-αύλαξ)].

Greek Monotonic

πολυαῦλαξ: -ᾰκος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει πολλά αυλάκια, χαντάκια, σχισμές, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πολυαῦλαξ: ᾰκος adj. с многочисленными бороздами (πεδίον Anth.).