λεώς
From LSJ
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
English (LSJ)
ώ, ὁ, Att. and Ion. for λαός (q.v.).
German (Pape)
[Seite 37] ὁ, att. = λαός, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
λεώς: -ώ, ὁ, Ἀττ. αντὶ τοῦ λαός, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
ὁ;
ion. c. λαός.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
λεώς: -ώ, ὁ, Αττ. αντί λαός.
Russian (Dvoretsky)
λεώς: ὁ ион.-атт. = λαός.