πάρφασις
From LSJ
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
German (Pape)
[Seite 529] ἡ, ep. statt παράφασις, Il. 14, 217.
French (Bailly abrégé)
poét. c. παράφασις.
English (Autenrieth)
(παράφημι): persuasion, allurement, Il. 14.317†.
English (Slater)
πάρφᾰσις
1 misrepresentation ἐχθρὰ δ' ἄρα πάρφασις ἦν καὶ πάλαι, αἱμύλων μύθων ὁμόφοιτος δολοφραδής, κακοποιὸν ὄνειδος (N. 8.32)
Greek Monolingual
-άσεως, ή, Α
(ποιητ. τ.) βλ. παράφασις (Ι).
Greek Monotonic
πάρφᾰσις: -φασία, ποιητ. αντί παράφασις, -φασία.
Russian (Dvoretsky)
πάρφᾰσις: εως ἡ эп. = * παράφασις.