πολεμήιος

From LSJ
Revision as of 05:46, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand

Source

Greek (Liddell-Scott)

πολεμήιος: -ον, Ἰων. ἐπίθ. (διότι δὲν ὑπάρχει Ἀττ. τύπος εἰς -ειος), φιλοπόλεμος, πολεμικός, συχν. παρ’ Ὁμ. (μάλιστα ἐν Ἰλ.)· πολεμήια ἔργα Ἰλ. Β. 338, κτλ.· ὡσαύτως, π. τεύχεα Ἰλ. Η. 193, Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 238· πολεμήια = τὰ πολέμια, Ἡρόδ. 5. 111.

English (Autenrieth)

of or pertaining to war or battle, warlike.

Greek Monotonic

πολεμήιος: -ον, Ιων. επίθ. (διότι δεν υπάρχει Αττ. τύπος σε -ειος), φιλοπόλεμος, πολεμήϊα ἔργα, σε Ομήρ. Ιλ.· τεύχεα, στον ίδ.· πολεμήϊα = πολέμια, τά, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

πολεμήιος, ον, [ionic adj.,for no attic form in -ειος exists]
warlike, πολεμήια ἔργα Il.; τεύχεα Il.; πολεμήια= πολέμια, ων, τά, Hdt.