χλιδανός

From LSJ
Revision as of 06:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλῐδᾰνός Medium diacritics: χλιδανός Low diacritics: χλιδανός Capitals: ΧΛΙΔΑΝΟΣ
Transliteration A: chlidanós Transliteration B: chlidanos Transliteration C: chlidanos Beta Code: xlidano/s

English (LSJ)

ή, όν, Aeol. χλίδᾰνος [ῐ], α, ον,

   A luxurious, delicate, voluptuous, Sapph. Supp.21.8; χλιδανῆς ἥβης τέρψιν A.Pers.544 (anap.); ἑταίρα E.Cyc. 500 (lyr.); of Alcibiades, Plu.Alc.23; cf. χλιδή sub fin.

German (Pape)

[Seite 1359] weichlich, zärtlich, schwelgerisch; Aesch. Pers. 536; χλιδανῆς ἔχων ἑταίρας βόστρυχον Eur. Cycl. 497; u. in späterer Prosa, wie Plut. Alcib. 23; – adv., Poll.

Greek (Liddell-Scott)

χλῐδᾰνός: -ή, -όν, τρυφηλός, τρυφερός, χλιδανῆς ἥβης τέρψιν Αἰσχύλ. Πέρσ. 544· χλιδανῆς ἑταίρας βόστρυχον Εὐρ. Κύκλ. 500· ἐπὶ τοῦ Ἀλκιβιάδου, Πλουτ. Ἀλκ. 23.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
mou, efféminé.
Étymologie: χλιδή.

Greek Monolingual

-ή, -όν, και χλίδανος, -α, -ον, Α
τρυφηλός, φιλήδονος, ηδυπαθής («χλιδανῆς... ἑταίρας», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλιδή + επίθημα -ανός (πρβλ. στεγ-ανός, τραγ-ανός)].

Greek Monotonic

χλῑδᾰνός: -ή, -όν (χλιδή), πολυτελής, τρυφηλός, φιλήδονος, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

χλῐδᾰνός: любящий наслаждения, сладострастный, изнеженный (ἥβη Aesch.; ἕταιρα Eur.; Ἀλκιβιάδης Plut.).