μορίαι

From LSJ
Revision as of 04:25, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259

Greek Monotonic

μορίαι: (ενν. ἐλαῖαι), αἱ, τα ιερά ελαιόδεντρα που βρίσκονταν στην Ακαδημία, που πιθανώς ονομάστηκαν έτσι επειδή αποκόπηκαν κλαδιά (μειρόμεναι) και μεταφυτεύτηκαν εκεί από τον κορμό της πρώτης αρχέγονης ελιάς στην Ακρόπολη, σε Αριστοφ.· ο Ζεὺς Μόριος ήταν φύλακας και προστάτης των ιερών αυτών ελαιόδεντρων, σε Σοφ.

Frisk Etymological English

(ἐλαῖαι)
Grammatical information: f. pl., rarely sg.
Meaning: prob. better μοριαί (Scheller Oxytonierung 128 a. 132 n. 4) name of holy olives in Athens (Ar., Lys., Arist.); from it Ἀθηνᾶ Μορία and ?Ζεὺς Μόριος as protector of olives (S.); cf. Nilsson Gr. Rel. 1, 442.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Prob. from μόρος, μόριον lot, share (s. μείρομαι), as these trees formed the share, that was due to the goddess in every plantation (Latte in P.-W. 16, 302 f.). Nilsson l. c. n. 4 reminds of "den primitiven Rechtsbrauch, daß ein Baum dem gehört, der ihn gepflanzt hat, auf welchem Boden er auch wächst". -- Quite diff. Heubeck Beitr. z. Namenforsch. 1, 281 (with Brandenstein): Pre-Gr. word for olive, from where come several PN in As. Min. and Greece, e.g. Μύρα (Lyc.), Μύραι (Thess.).