ἀποσσεύω
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
English (LSJ)
poet. for ἀποσεύω.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσσεύω: ποιητ. ἀντὶ ἀποσεύω.
French (Bailly abrégé)
pousser dehors, chasser.
Étymologie: poét. p. *ἀποσεύω, de ἀπό et σεύω.
Spanish (DGE)
v. ἀποσεύω.
Greek Monotonic
ἀποσσεύω: Επικ. αντί ἀπο-σεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσσεύω: поэт. = *ἀποσεύω.