δομοσφαλής

From LSJ
Revision as of 18:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δομοσφᾰλής Medium diacritics: δομοσφαλής Low diacritics: δομοσφαλής Capitals: ΔΟΜΟΣΦΑΛΗΣ
Transliteration A: domosphalḗs Transliteration B: domosphalēs Transliteration C: domosfalis Beta Code: domosfalh/s

English (LSJ)

ές,

   A shaking the house, κτύπος A.Ag.1533 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 656] ές, das Haus erschütternd; ὄμβρου κτύπος Aesch. Ag. 1515.

Greek (Liddell-Scott)

δομοσφᾰλής: -ές, διασείων τὸν οἶκον, καταρρίπτων αὐτόν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1533.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui fait écrouler les maisons.
Étymologie: δόμος, σφάλλω.

Spanish (DGE)

(δομοσφᾰλής) -ές
que destruye la casa δέδοικα δ' ὄμβρου κτύπον δομοσφαλῆ τὸν αἱματηρόν A.A.1533.

Greek Monolingual

δομοσφαλής, -ές (Α)
αυτός που σείει ή γκρεμίζει το σπίτι.

Greek Monotonic

δομοσφᾰλής: -ές (σφάλλω), αυτός που σείει, ταρακουνά, γκρεμίζει το σπίτι, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δομοσφᾰλής: потрясающий домом, т. е. разрушительный (ὄμβρου κτύπος αἱματηρός Aesch.).