βοητής

From LSJ
Revision as of 20:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang

Menander, Monostichoi, 131
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοητής Medium diacritics: βοητής Low diacritics: βοητής Capitals: ΒΟΗΤΗΣ
Transliteration A: boētḗs Transliteration B: boētēs Transliteration C: voitis Beta Code: bohth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A clamorous, Hp.Ep.19, prob.l. in Morb.Sacr.15, cf. Hsch. s.v. ἠπύτα: Dor. fem., βοᾶτις αὐδά A.Pers.575 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 452] ὁ, der Schreier, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

βοητής: -οῦ, ὁ, ὁ βοῶν, φωνάζων ἰσχυρῶς, Ἱππ. 1286. 38, καὶ ἤδη οὕτω διορθοῦται ἐν 309. 6, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. ἠπύται · ― Δωρ. θηλ. βοᾶτις αὐδὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 575.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
criard.
Étymologie: βοάω.

Spanish (DGE)

-οῦ
chillón, que grita οἱ μὲν γὰρ ὑπὸ φλέγματος μαινόμενοι ἥσυχοί τέ εἰσι καὶ οὐ βοηταί Hp.Morb.Sacr.15, Ep.19, cf. Hsch.s.u. ἠπύτα.

Greek Monolingual

βοητής, ο (Α)
αυτός που φωνάζει δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βοώ. Η άποψη βοητής < βοή είναι απίθανη].

Greek Monotonic

βοητής: -οῦ, ὁ (βοάω), θορυβώδης, αυτός που κραυγάζει, φωνακλάς· Δωρ. θηλ. βοᾶτις, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

βοάω
clamorous:— doric fem. βοᾶτις Aesch.