γυροδρόμος

From LSJ
Revision as of 18:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῡροδρόμος Medium diacritics: γυροδρόμος Low diacritics: γυροδρόμος Capitals: ΓΥΡΟΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: gyrodrómos Transliteration B: gyrodromos Transliteration C: gyrodromos Beta Code: gurodro/mos

English (LSJ)

ον,

   A running round in a circle, πέτρος a millstone, AP9.20.

German (Pape)

[Seite 512] πέτρος, im Kreise umlaufend, Archi. 25 (IX, 20).

Greek (Liddell-Scott)

γῡροδρόμος: -ον, ὁ εἰς κύκλον περιστρεφόμενος, Ἀνθ. Π. 9. 20.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui court en tournant autour.
Étymologie: γῦρος, δραμεῖν.

Spanish (DGE)

(γῡροδρόμος) -ον que gira en círculo πέτρος AP 9.20.

Greek Monolingual

γυροδρόμος, -ον (Α)
αυτός που περιστρέφεται κυκλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γύρος + -δρόμος < δρόμος.

Greek Monotonic

γῡροδρόμος: -ον, αυτός που τρέχει γύρω γύρω, κυκλικά, αυτός που περιστρέφεται σε κύκλο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

γῡροδρόμος: вращающийся, кружащийся (πέτρος Anth.).