δυσώδινος
From LSJ
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
English (LSJ)
ον,
A causing grievous pangs, AP6.272 (Pers.).
German (Pape)
[Seite 691] γενέθλη, schwere Geburt, Ep. ad. 114 (VI, 272).
Greek (Liddell-Scott)
δυσώδῑνος: -ον, προξενῶν ἰσχυρὰς ὠδῖνας, γενέθλη Ἀνθ. Π. 6. 272.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont l’enfantement est pénible.
Étymologie: δυσ-, ὠδίς.
Spanish (DGE)
(δυσώδῑνος) -ον muy dolorosode un parto AP 6.272 (Pers.).
Greek Monotonic
δυσώδῑνος: -ον (ὠδίν), αυτός που προξενεί ισχυρές ωδίνες, πόνους (γέννας), σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δυσώδῑνος: крайне болезненный, мучительный (γενέθλη Anth.).