ἐλαιολόγος
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
English (LSJ)
Att. ἐλαολόγος, ον, (λέγω
A olive-gatherer, Ar.V.712.
German (Pape)
[Seite 788] Oliven sammelnd, erntend, Ar. Vesp. 712, richtiger ἐλαολ.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαιολόγος: Ἀττ. ἐλαολόγος, ον, (συλλέγω) ὁ συνάγων ἐλαίας, Ἀριστοφ. Σφ. 712.
Greek Monolingual
ἐλαιολόγος, ο, αττ. τ. ἐλαολόγος, -ον (Α)
αυτός που μαζεύει ελιές.
Greek Monotonic
ἐλαιολόγος: Αττ. ἐλαο-, -ον (λέγω), αυτός που μαζεύει ελιές, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐλαιολόγος: атт. ἐλαολόγος ὁ сборщик маслин Arph.