ἐπιμελητέον

From LSJ
Revision as of 10:50, 25 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " . . ." to "…")

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμελητέον Medium diacritics: ἐπιμελητέον Low diacritics: επιμελητέον Capitals: ΕΠΙΜΕΛΗΤΕΟΝ
Transliteration A: epimelētéon Transliteration B: epimelēteon Transliteration C: epimeliteon Beta Code: e)pimelhte/on

English (LSJ)

   A one must take care of, pay attention, ἐ. ὅπως… Pl.R.618c; τινός X.Mem.2.1.28; περί τι Arist.Pol.1334b31.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμελητέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἐπιμελοῦμαι, δεῖ ἐπιμελεῖσθαι, ἐπ. ὅπως... Πλάτ. Πολ. 618Β· τινὸς Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 28· περί τι Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 16, 1.

Greek Monotonic

ἐπιμελητέον: ρημ. επίθ. του ἐπιμελέομαι, αυτό που πρέπει κάποιος να φροντίσει, να προσέξει, σε Πλάτ., Ξεν.