ἑπτέτης

From LSJ
Revision as of 21:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod

Menander, Monostichoi, 202
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑπτέτης Medium diacritics: ἑπτέτης Low diacritics: επτέτης Capitals: ΕΠΤΕΤΗΣ
Transliteration A: heptétēs Transliteration B: heptetēs Transliteration C: eptetis Beta Code: e(pte/ths

English (LSJ)

   A = ἑπταετής, seven years old, Chionid.3, Ar.Ra.422 : nom. pl. ἑπτέτεις Pl.Alc.1.121e:—fem. ἑπτ-έτις, ιδος, Ar.Th.480, Luc. Tox.61.

German (Pape)

[Seite 1013] = ἑπταέτης, Ar. Ran. 418; Plat. Alc. I,121 e u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἑπτέτης: ἑπταετής, ἑπτὰ ἐτῶν ἡλικίαν ἔχων, Χιωνίδης ἐν «Ἥρωσιν» 3, Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 418· ὀνομ. πληθ. ἑπτέτεις ἐν Πλάτ. Ἀλκ. 1. 121Ε· θηλ. ἑπτέτις. ιδος, ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 480, ἐν Λουκ. Τοξ. 61.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui dure sept ans.
Étymologie: ἑπτά, ἔτος.

Greek Monolingual

ἑπτέτης, ὁ, θηλ. ἑπτέτις (Α)
ο επταετής.

Greek Monotonic

ἑπτέτης: = ἑπταετής, εφτάχρονος ως προς την ηλικία, σε Αριστοφ.· ονομ. πληθ., ἑπτέτεις, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἑπτέτης: Arph., Plat. = ἑπταετής.