εὔκριθος

From LSJ
Revision as of 21:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔκρῑθος Medium diacritics: εὔκριθος Low diacritics: εύκριθος Capitals: ΕΥΚΡΙΘΟΣ
Transliteration A: eúkrithos Transliteration B: eukrithos Transliteration C: eykrithos Beta Code: eu)/kriqos

English (LSJ)

ον, (κριθή)

   A rich in barley, ἀλωά Theoc.7.34; ἄρουρα AP6.258.6 (Adaeus).

German (Pape)

[Seite 1076] gerstenreich, ^ ἀλωά, Theocr. 7, 34; ἄρουρα, Add. 1 (VI, 258).

Greek (Liddell-Scott)

εὔκρῑθος: -ον, (κριθὴ) πλούσιος εἰς κριθήν, Θεόκρ. 7. 34, Ἀνθ. Π. 6. 258.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
abondant en orge.
Étymologie: εὖ, κριθή.

Greek Monolingual

εὔκριθος, -ον (Α)
αυτός που έχει άφθονο ή ωραίο κριθάριεὔκριθος ἀλωά» — αγρός με άφθονο κριθάρι, Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κριθος < κριθή (πρβλ. πολύ-κριθος, σιτό-κριθος)].

Greek Monotonic

εὔκρῑθος: -ον (κριθή), πλούσιος σε κριθάρι, σε Θεόκρ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὔκρῑθος: изобилующий ячменем (ἀλωά Theocr.; ἄρουρα Anth.).