εὐωδία

Revision as of 21:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A sweet smell, Hdt.4.75, X.Smp.2.3, etc.; esp. of sacrifices, ὀσμὴ -ίας LXX Ge.8.21: metaph. in Ep.Eph.5.2: in pl., Pl.Ti. 65a: in pl., also, fragrant substances, D.S.1.84.

German (Pape)

[Seite 1111] ἡ, der Wohlgeruch, Plat. Tim. 65 a im, plur.; Xen. Conv. 2, 3 u. Folgde. Im plur. auch = Räucherwerk, D. Sic. 1, 84.

Greek (Liddell-Scott)

εὐωδία: Ἰων. -ίη, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἡδεῖα ὀσμή, Ἡρόδ. 4. 75. Ξεν. Συμπ. 2. 3· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Τιμ. 65Α· ἀλλ’ ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, εὐώδεις οὐσίαι, Διόδ. 1. 84.

French (Bailly abrégé)

ας, ion. -ίη, ης (ἡ) :
bonne odeur.
Étymologie: εὐώδης.

English (Strong)

from a compound of εὖ and a derivative of ὄζω; good-scentedness, i.e. fragrance: sweet savour (smell, -smelling).

Greek Monolingual

και ευωδιά, η (ΑΜ εὐωδία, Α και ιων. τ. εὐωδίη) ευώδης
ευχάριστη οσμή, ευοσμία, άρωμα, μυρωδιά
μσν.
(για θεϊκή προσφορά) ευλογία, χάρη.

Greek Monotonic

εὐωδία: Ιων. -ίη, ἡ, γλυκιά μυρωδιά, σε Ηρόδ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

εὐωδία: ион. εὐωδίη
1) благоухание, аромат (ἑστιᾶσθαι εὐωδίᾳ Xen.; ἡδοναὶ ἀπὸ εὐωδίας Arst.; εὐ. κατεῖχεν τι Plut.);
2) ароматическое вещество, благовоние (εὐωδίας θυμιᾶν Diod.).