καταείνυον
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. impf. Act. de καταέννυμι.
Greek Monotonic
καταείνυον: Επικ. παρατ. του κατα-έννυμι.
Russian (Dvoretsky)
καταείνῠον: эп. 3 л. pl. impf. к καταέννυμι.