κύρτη

From LSJ
Revision as of 08:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύρτη Medium diacritics: κύρτη Low diacritics: κύρτη Capitals: ΚΥΡΤΗ
Transliteration A: kýrtē Transliteration B: kyrtē Transliteration C: kyrti Beta Code: ku/rth

English (LSJ)

ἡ,

   A = κύρτος, weel, lobster-pot, Hdt.1.191, D.S.3.19; used as a sieve or riddle, σχοινίδι κ. Nic.Al.625.    2 bird-cage, Archil.177.

German (Pape)

[Seite 1537] ἡ, alles aus Binsen Geflochtene, bes. Fischerreuse, Nic. Al. 546, D. Sic. 3, 19; so Her. 1, 191, wo man es auch allgemein = Käfig erklärt; vgl. Poll. 10, 160 u. κύρτος.

Greek (Liddell-Scott)

κύρτη: ἡ, ὡς τὸ κύρτος, ὁ, πλέγμα πρὸς ἄγραν ἰχθύων, εἶδος καλάθου ἁλιευτικοῦ μετὰ στενοῦ λαιμοῦ, Λατ. nassa, Ἡρόδ. 1. 191, Διόδ. 3. 19· σχοινίδι κ. Νικ. Ἀλεξιφ. 546, πρβλ. Ἀρχίλ. 167.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
nasse de pêcheur.
Étymologie: fém. de κύρτος.

Greek Monolingual

η (Α κύρτη) κύρτος
ψαροκάλαθο, αλιευτικό καλάθι με στενό λαιμό και με δολώματα, στο οποίο όταν μπουν τα ψάρια δεν μπορούν να βγουν
αρχ.
1. είδος κοσκίνου
2. κλουβί πτηνού.

Greek Monotonic

κύρτη: ἡ, καλάθι ψαρέματος, Λατ. nassa, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

κύρτη: ἡ верша Her., Diod.