μελίλωτον

From LSJ
Revision as of 11:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελῐλωτον Medium diacritics: μελίλωτον Low diacritics: μελίλωτον Capitals: ΜΕΛΙΛΩΤΟΝ
Transliteration A: melílōton Transliteration B: melilōton Transliteration C: meliloton Beta Code: meli/lwton

English (LSJ)

τό, Peripl.M.Rubr.49, and μελῐ-λωτος, ὁ, Sapph. Supp.25.14, Thphr. HP7.15.3:—

   A melilot, Trigonella graeca, a kind of clover, so called from the quantity of honey it contained, μ. ἀνθεμώδης Sapph. l.c., cf. Cratin.98, Arist. HA627a8, Thphr.l.c.    2 king's clover, Trigonella corniculata, Dsc.3.40.    II a tree, acc. to Str.17.3.11. [ῐ: but ῑ Nic. Th.897.]

German (Pape)

[Seite 123] τό, auch μελίλωτος, ὁ, Melilotus, eine nach Honig riechende Kleeart; Arist. H. A. 9, 40; Theophr.; Philp. 1 (VII, 2) u. A.; vgl. Strab. XVII, 831. [Ι ist bei Nic. Ther. 987 in der Arsis lang.]

Greek (Liddell-Scott)

μελίλωτον: τό, ὡσαύτως μελίλωτος, ὁ, εἶδος λωτοῦ (τριφυλλίου) ἔχοντος ὀσμὴν μέλιτος· κατὰ τὸν Sibthorp ἐν Ζακύνθῳ ὀνομάζεται νυχάκι, Κρατῖν. ἐν «Μαλθακοῖς» 1. 7, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9, 40, 49, Θεόφρ. κλ. ΙΙ. δένδρον τι κατὰ τὸν Στράβ. 831. [ῐ· ἀλλὰ ῑ ἐν ἄρσει, Νικ. Θ. 897.]

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
mélilot, plante.
Étymologie: μέλι, λωτός.

Greek Monotonic

μελίλωτον: τό, επίσης μελί-λωτος, είδος τριφυλλιού, πλούσιο σε μέλι, σε Κρατίν. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

μελίλωτον: (ῐ) τό бот. желтый донник (Melilotus cretica) Arst., Plut., Anth.