οἰωνοσκόπος
From LSJ
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
Greek (Liddell-Scott)
οἰωνοσκόπος: ὁ, = οἰωνιστής, Εὐρ. Ἱκέτ. 500, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 371.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui observe le vol ou le cri des oiseaux ; augure.
Étymologie: οἰωνός, σκοπέω.
Greek Monotonic
οἰωνοσκόπος: ὁ, = οἰωνιστής, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
οἰωνοσκόπος: ὁ птицегадатель Eur.