ὀρτυγοκόπος

From LSJ
Revision as of 04:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source

German (Pape)

[Seite 387] ὁ, der Wachtelschläger, der das Spiel des Wachtelschlagens spielt, Ath. XI, 506 c, vgl. Schol. Ar. Av. 1297.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρτῠγοκόπος: -ον, ὁ παίζων τὴν ὀρτυγοκοπίαν, ὁ κτυπῶν τῷ δακτύλῳ τὸν ὄρτυγα, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Περιαλγεῖ» 4, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1297· - ἡ παιδιά, ἡ καλουμένη, ὀρτυγοκοπία, περιγράφεται ὑπὸ τοῦ Πολυδ. Θ΄, 107· ῥῆμ. ὀρτυγοκοπέω, κτυπῶ τὸν ὄρτυγα τῷ δακτύλῳ καὶ ἐρεθίζω αὐτόν, αὐτόθι, Πλούτ. 2. 34D· ὀρτυγοκοπικός, ή, όν, ἔμπειρος εἰς τὸ ὀρτυγοκοπεῖν, Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ. Πρβλ. στυφοκόπος, καὶ ἴδε Φώτιον ἐν λέξ. ὀρτυγοκόπος καὶ ὀρτυγοκοπεῖν, ἐν αἷς περιγράφεται λεπτομερῶς ἡ παιδιά.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s’amuse à battre des cailles ; jeune désœuvré.
Étymologie: ὄρτυξ, κόπτω.

Greek Monolingual

ὀρτυγοκόπος -ον (Α)
ικανός στην παιδιά της ορτυγοκοπίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρτυξ, -υγος + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. ξυλο-κόπος.

Greek Monotonic

ὀρτῠγοκόπος: -ον (κόπ-τω), αυτός που χτυπάει τα ορτύκια.

Middle Liddell

ὀρτῠγο-κόπος, ον, κόπτω
a quail-striker.