παρακίω
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
[ῐ],
A pass by, τινα Il. 16.263 (tm.).
German (Pape)
[Seite 483] (s. κίω), vorbeigehen, τινά, Il. 16, 263, in tmesi.
Greek (Liddell-Scott)
παρακίω: [ῐ], παρέχομαι, «περνῶ ἀπὸ κοντά», τινά Ἰλ. Π. 263, ἐν τμήσει.
Greek Monolingual
Α
περνώ μπροστά ή κοντά από κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + κίω «πορεύομαι, βαδίζω»].
Greek Monotonic
παρακίω: [ῐ], περνώ από κοντά, τινά, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
παρακίω: проходить мимо: παρά τίς τε κιὼν ἄνθρωπος ὁδίτης Hom. какой-л. мимо идущий путник.