περίλοιπος
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
ον,περιλιπής, Ar.Fr.160, Th.1.74, al., Arist.Oec.1350b13, LXX Am.5.15.
German (Pape)
[Seite 582] = περιλιπής, Thuc. 1, 74 u. Sp., wie Luc. Tox. 2 Plut. Pericl. 36.
Greek (Liddell-Scott)
περίλοιπος: -ον, = περιλιπής, ὁ ἀπομείνας,! Ἀριστοφ.! Ἀποσπ. 208, Θουκ. 1. 74.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui reste, qui survit.
Étymologie: περιλείπομαι.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ περιλείπομαι
υπόλοιπος.
Greek Monotonic
περίλοιπος: -ον = περιλιπής, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
περίλοιπος: Thuc., Arph., Luc., Plut. = περιλιπής.