πλανοστιβής

From LSJ
Revision as of 06:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰνοστῐβής Medium diacritics: πλανοστιβής Low diacritics: πλανοστιβής Capitals: ΠΛΑΝΟΣΤΙΒΗΣ
Transliteration A: planostibḗs Transliteration B: planostibēs Transliteration C: planostivis Beta Code: planostibh/s

English (LSJ)

ές,

   A trodden by wanderers, χθών A.Eu.76.

German (Pape)

[Seite 625] ές, von Herumirrenden betreten, Aesch. Eum. 76, χθών.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰνοστῐβής: -ές, ὁ πατούμενος ὑπὸ περιπλανωμένων ἀνθρώπων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 76.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
foulé par des pas errants.
Étymologie: πλάνος, στείβω.

Greek Monolingual

-ές, Α
(για τόπους, χώρες) αυτός τον οποίο πατούν περιπλανώμενοι άνθρωποι («βεβῶντ' ἄν ἀεὶ τὴν πλανοστιβῆ χθόνα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάνος (< πλανῶμαι) + -στιβής (< στίβος < στείβω «πατώ»), πρβλ. νιφο-στιβής, χθονο-στιβής].

Greek Monotonic

πλᾰνοστῐβής: -ές, περπατημένος από περιπλανώμενους ανθρώπους, από διαβάτες, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πλᾰνοστῐβής: по которому проходят в скитаниях (χθών Aesch.).