πολλαπλήσιος

From LSJ
Revision as of 12:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολλαπλήσιος Medium diacritics: πολλαπλήσιος Low diacritics: πολλαπλήσιος Capitals: ΠΟΛΛΑΠΛΗΣΙΟΣ
Transliteration A: pollaplḗsios Transliteration B: pollaplēsios Transliteration C: pollaplisios Beta Code: pollaplh/sios

English (LSJ)

η, ον, Ion. for πολλαπλάσιος.

German (Pape)

[Seite 658] ion. = πολλαπλάσιος.

Greek (Liddell-Scott)

πολλαπλήσιος: -η, -ον, Ἰων. ἀντὶ πολλαπλάσιος.

French (Bailly abrégé)

ion. c. πολλαπλάσιος.

Greek Monolingual

-ίη, -ον, Α
ιων. τ. βλ. πολλαπλάσιος.

Greek Monotonic

πολλαπλήσιος: -η, -ον, Ιων. αντί πολλαπλάσιος.

Russian (Dvoretsky)

πολλαπλήσιος: ион. = πολλαπλάσιος.